«Βαστᾶτε, Ἕλληνες! Ὅποιος πεθάνει σήμερα, χίλιες φορὲς πεθαίνει!»

Γράφει ὁ Πέτρος Ἰ. Νικολοῦ, μαχόμενος Δικηγόρος Ἀθηνῶν, Νομικὴ ΕΚΠΑ

 

Νὺξ ἐν σκότει βαθεῖ σὲ κάμπο νεκρικὸ μὲ σιωπὴ ταφικὴ οἱ χῆρες ἀμφιέννυνται τὴ λεβέντικη ματόβαφη στολὴ τῶν μακαριτῶν συζύγων τους, οἱ γυναῖκες μετὰ τῶν κλαιόντων τέκνων ἀνὰ χείρας σέρνουν τὰ καριοφίλια μὲ μάτια μαυρισμένα ἀπὸ τὴν πεῖνα καὶ οἱ ἄνδρες φιλῶντας γιὰ τελευταία ἐπίγεια φορὰ στὰ χείλη τὸ στεφάνι τους σταυροκοποῦνται τρισὶν πρὶν τὸ αἷμα τους ῥεὐσει κάτωθεν τοῦ ἡλίου τῆς ἀνοίξεως στὴν ἁλμυρὰ λιμνοθάλασσα τοῦ Αἰτωλίας ποὺ γίγνεται κατακόκκινη, τόσο κόκκινη σὰν τὴν ἀπάνθρωπη σημαία τοῦ ἐχθροῦ.

Ὁ Ἀπρίλης κι ὁ Ἔρως χορεύουν καὶ γελοῦν, ἐνῷ τὰ βασανισμένα κορμιὰ τῶν λιμοκτονούντων Ῥωμιῶν συνεγείρονται σὲ χορὸ κυκλωτικὸ στὴν πύλη τῆς Ἱερᾶς πόλεως γιὰ τὸ ἔσχατο πανηγύρι τῆς κλεφτουριᾶς μὲ προεξάρχοντα τὸν ᾍδη. Ὅσο τὸ σῶμα τους λυγίζει ἄλλο τόσο τὸ πνεῦμα τους θεριώνει, γιὰ νὰ ἀκολουθήσει τὸν μόνον δρόμο διεξόδου ποὺ ἔδειξε ὁ Ῥαζή-Κότσικας στὴν πορθουμένη ἀπὸ τὰ ξίφη τοῦ Ἰμπραήμ γῆ, τὸν δρόμο τοῦ Θεοῦ. Τὰ ντουφέκια καίτοι βαρειὰ καὶ ἀσήκωτα στὶς πλάτες καὶ τοὺς βραχίονες πρόκειται νὰ ἐκτελέσουν τὴν ὑστάτη βολὴ τῶν πολιορκουμένων γιὰ τὴν ἐλευθερία τῆς ψυχῆς τους. Τοῦρκοι καὶ Αἰγύπτιοι δίκην ὠκεανῶν ἐρεβωδῶν, ἀχανῶν καὶ φρικωδῶν ἀναμένουν νὰ πνίξουν στὸν πυθμένα τῆς λύσσας τους τὰ ἐγγόνια τοῦ Μαρμαρωμένου Βασιλιᾶ, τὸν σπόρο τῶν αὐτοκρατόρων ποὺ δὲν ὑπέκυψαν. Τὰ χερουβείμ τὰ μετάρσια φτερωτὰ ἵπτανται ἐν πνεύματι ἄνωθεν τῶν ὁπλαρχηγῶν καὶ τῶν καπεταναίων, ἕτοιμα νὰ στολίσουν μὲ τὰ κλαριὰ τῆς αἰωνιότητος καὶ ν’ ἀνεβάσουν στὴν κλίμακα τῆς οὐρανίου Βασιλείας τὶς ψυχὲς ἐκείνων ποὺ δὲν σκλαβώθηκαν γιὰ τὰ πλούτη τοῦ σουλτάνου, γιὰ καμμία ἐξαγορὰ τοῦ ἀγαρηνοῦ. Αἴφνης μία ἰαχή, σὰν τοῦ Παλαιολόγου ἀκουσμένη ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ ὁπλαρχηγοῦ Κιτσοτζαβέλα βγαλμένη διαπερνᾷ τὸ λεπτὸ σαρκίον τοῦ ἀγωνιζομένου Ῥωμιοῦ : «Δεῦτε ἔξω, Ἕλληνες! Τοῦ Λαζάρου χθές ἡ ἀνάστασις σήμερον ἡμᾶς προσμένει!»

Πολεμιστὲς καὶ ἄμαχοι, μία ὁμήγυρις ἐθνική, ἑνιαία καὶ αἰωνία, ὅλη ἡ Φυλὴ συμπυκνωμένη, ἐξέρχονται τῶν χαλασμάτων, ἀποχαιρετῶντας τὸ Μεσολλόγι τῶν προπατόρων. Μπαρούτι, μάχαιρα, σφαγὴ καὶ θρῆνος! Ἡ γενναιότης τῶν ὀλίγων μάχεται τὴν δειλία τοῦ πλήθους, ὁ δυνάστης τῆς βαρβαρότητος τὸν ξεσηκωμένο τῆς ἁγιότητος κι ὁ Σταυρὸς τῆς θείας δόξης τὴν μιαρὰ ἡμισέληνο τῆς πλάνης. Μά, ἄξαφνα κάπου ἐκεῖ ἀνάμεσα στὴ στάχτη καὶ τὴν φωτιά, τὸ κλάμα καὶ τὸν πόνο, τ’ ἀκονισμένα σπαθιὰ καὶ τὰ ξεκοιλιασμένα κορμιά, τοὺς μουσουλμάνους καὶ τοὺς χριστιανούς, τὰ λάβαρα τῆς ἐλευθερίας καὶ τὶς ἱκεσίες τῆς ὑποταγῆς, ὅλα σταματοῦν, γιὰ μιὰ στιγμὴ ὁ χρόνος κρυσταλλώνει καὶ μία φωνὴ ἀκούγεται ἐκ τοῦ βάθους σὰν προσταγὴ ὅλων τῶν προγόνων ποὺ λούστηκαν στὸ ἀθάνατο ποτάμι τῆς Ἀρετῆς : «Βαστᾶτε, Ἕλληνες! Ὅποιος πεθάνει σήμερα, χίλιες φορὲς πεθαίνει!»

 

~ Ἔξοδος τῶν Ἐλευθέρων Πολιορκημένων Μεσολογγιτῶν ἀνήμερα τῆς Κυριακῆς τῶν Βαΐων 10/04/1826 ~

 

Σχετικές δημοσιεύσεις

Αφήστε ένα σχόλιο